πάνοπλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάνοπλος < αρχαία ελληνική πάνοπλος
Επίθετο[επεξεργασία]
πάνοπλος, -η, -ο
- πολύ καλά οπλισμένος, εφοδιασμένος με όλα τα όπλα που απαιτούνται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάνοπλος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάνοπλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πάνοπλος, -η, -ον
- που έχει όλο τον οπλισμό του
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)