πάνσοφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πάνσοφος | η | πάνσοφη | το | πάνσοφο |
γενική | του | πάνσοφου | της | πάνσοφης | του | πάνσοφου |
αιτιατική | τον | πάνσοφο | την | πάνσοφη | το | πάνσοφο |
κλητική | πάνσοφε | πάνσοφη | πάνσοφο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πάνσοφοι | οι | πάνσοφες | τα | πάνσοφα |
γενική | των | πάνσοφων | των | πάνσοφων | των | πάνσοφων |
αιτιατική | τους | πάνσοφους | τις | πάνσοφες | τα | πάνσοφα |
κλητική | πάνσοφοι | πάνσοφες | πάνσοφα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpan.so.fos/
Επίθετο[επεξεργασία]
πάνσοφος, -η, -ο
- που κατέχει τη σοφία στον ύψιστο βαθμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάνσοφος