πάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάνω < επάνω < αρχαία ελληνική ἐπάνω

Επίρρημα[επεξεργασία]

πάνω και επάνω ή απάνω

  1. (τοπικό) στην επιφάνεια ενός πράγματος
    μη βάζεις τα πόδια σου πάνω στο τραπέζι!
    κρέμασε τον πίνακα πάνω στον αριστερό τοίχο
  2. σε ψηλότερο σημείο
    το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο πάνω από το δικό μου
    • και από πάνω
      το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο από πάνω από το δικό μου
  3. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται σε ψηλότερο σημείο
    ο πάνω όροφος
  4. κλιμάκωση διαμάχης, θέση υπεροχής ή το επιπλέον σε κάτι ήδη αρκετό
    δε φτάνει που έφταιγε, πήγε να βγει κι από πάνω
    όταν τον μάλωσα, έβγαλε και γλώσσα από πάνω
    ήταν πικάντικο, αλλά εκείνος έβαλε κι άλλο αλάτι από πάνω
  5. δίπλα, πολύ κοντά
    οικόπεδο πάνω στο κύμα
  6. εχθρική διάθεση, εναντίωση
    όρμησε πάνω μου
  7. (χρονικό) στην πιο κατάλληλη στιγμή
    ήρθε πάνω στην ώρα
  8. αναφορικά, σχετικά με, σε σχέση με κάτι
    ποια είναι η γνώμη σου πάνω σε αυτό;
  9. κατοχή αντικειμένου ή μέσων, μαζί με κάποιον, δίπλα σε κάποιον
    έχεις κινητό πάνω σου
    κρατάς πάνω σου λεφτά;


Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ο ένας πάνω στον άλλο : ο ένας μετά τον άλλο, όλοι μαζί
  • παίρνω τα πάνω μου : είμαι σε πολύ καλή κατάσταση
  • πάνω που...: εκεί που, την ίδια στιγμή, την στιγμή που...
  • πάνω του / τους!: πρόσταγμα, για επίθεση εναντίον κάποιου, ή για την αντιμετώπιση κατάστασης ή προβλήματος
  • το παίρνω πάνω μου : περηφανεύομαι για κάτι, καυχιέμαι, αναλαμβάνω την ευθύνη για κάτι
  • φέρνω / έρχονται τα πάνω κάτω : για την ανατροπή μιας κατάστασης
  • βρίσκεται πάνω - πάνω : βρίσκεται στην κορυφή ενός σωρού ή μιας διατεταγμένης ομάδας,στο υψηλότερο σημείο γενικά
  • είσαι πάνω - κάτω 30 ετών : (υπολογίζω ότι) είσαι περίπου 30 ετών

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]