πάστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πάστα | οι | πάστες |
γενική | της | πάστας | των | παστών |
αιτιατική | την | πάστα | τις | πάστες |
κλητική | πάστα | πάστες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάστα < (άμεσο δάνειο) ιταλική pasta < υστερολατινική pasta < ελληνιστική κοινή παστά, ουδέτερο του παστός < αρχαία ελληνική πάσσω (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷeh₁t- (αναδεύω, κουνώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάστα θηλυκό
- είδος αλοιφής ή άλλης εύπλαστης μάζας, που προκύπτει από την ανάμειξη διαφόρων υλικών και χρησιμοποιείται για ποικίλους σκοπούς
- (μεταφορικά) ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου ή τα διάφορα (έμφυτα) χαρακτηριστικά του
- (γλυκό) είδος γλυκού (συνήθως προϊόν ζαχαροπλαστικής) που αποτελείται κατά βάση από στρώσεις από παντεσπάνι ή σαβαγιάρ, κρέμα, σαντιγί κι άλλα υλικά (π.χ. φρούτα) κι απαντάται σε διάφορες παραλλαγές
- (τρόφιμο) ζυμαρικά όπως μακαρόνια και άλλα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αμυγδαλόπαστα
- αντζουγόπαστα
- οδοντόπαστα
- πάστα φλόρα
- → δείτε και τη λέξη παστός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το γλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)