πάταγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάταγος οι πάταγοι
      γενική του πάταγου των πάταγων
    αιτιατική τον πάταγο τους πάταγους
     κλητική πάταγε πάταγοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάταγος < αρχαία ελληνική πάταγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpa.ta.ɣos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πάταγος αρσενικό

  1. δυνατός κρότος κυρίως από σύγκρουση ή σπάσιμο στερεών σωμάτων
  2. (μεταφορικά) θετική ή αρνητική μεγάλη εντύπωση και αίσθηση που προκαλείται από κάποιο γεγονός
  3. (γενικότερα) θόρυβος[1]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. Νέον ορθογραφικόν ερμηνευτικόν λεξικόν, Δημήτριος Δημητράκος, Αθήνα 1970, σελ. 1075