πέπτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέπτω < αρχαία ελληνική πέπτω < πέσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
πέπτω
- (φυσιολογία) (σπάνιο) διενεργώ την πέψη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πέπτω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πέπτω < πέσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
πέπτω
- άλλη μορφή του πέσσω
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσιολογία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)