πέρλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πέρλα οι πέρλες
      γενική της πέρλας των περλών
    αιτιατική την πέρλα τις πέρλες
     κλητική πέρλα πέρλες
η γενική του πληθυντικού είναι δύσχρηστη
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέρλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πέρλα θηλυκό

  1. το μαργαριτάρι (σαν υλικό για κόσμημα)
  2. (χημεία) ...
  3. Τριτοτέταρτη γκόμενα - Τσοτσόμπα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]