πέσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω). Δείτε συγγενή: λατινική coquō, (απ' όπου προήλθε το αγγλική cook), σανσκριτική पचति (pácati), λιθουανική kepù, αλβανική pjek (μαγειρεύω, ψήνω).[1]

Ρήμα[επεξεργασία]

πέσσω

  1. (για τον ήλιο, τον καιρό και το κλίμα) κάνω τα φρούτα να ωριμάσουν
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 119 (117-119)
    τάων οὔ ποτε καρπὸς ἀπόλλυται οὐδ᾽ ἀπολείπει | χείματος οὐδὲ θέρευς, ἐπετήσιος· ἀλλὰ μάλ᾽ αἰεὶ | Ζεφυρίη πνείουσα τὰ μὲν φύει, ἄλλα δὲ πέσσει.
    Ποτέ τους ο καρπός δεν τους απόλειψε μήτε και πάει χαμένος· | χειμώνα καλοκαίρι, αδιάκοπα, με τις πυκνές πνοές του ο ζέφυρος | άλλα τα κάνει να καρπίζουν, άλλα να ωριμάζουν·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. μαλακώνω, ωριμάζω
  3. βράζω, μαγειρεύω, ψήνω, παρασκευάζω
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 137.2
    ἡ δὲ γυνὴ τοῦ βασιλέος αὐτὴ τὰ σιτία σφι ἔπεσσε.
    Κι η γυναίκα του βασιλιά με τα χέρια της ζύμωνε το ψωμί του σπιτιού.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 869 (868-870)
    ἡ παῖς λέλουται καὶ τὰ τῆς πυγῆς καλά· | ὁ πλακοῦς πέπεπται, σησαμῆ ξυμπλάττεται, | καὶ τἄλλ᾽ ἁπαξάπαντα· τοῦ πέους δὲ δεῖ.
    Πλυμένη η νύφη μπρος και πίσω· | η πίτα ψήθηκε· πλάθουν σουσαμάτα και όλα | που πρέπει· το γαμπρό προσμένει τώρα.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  4. (μεταφορικά) (για αρνητικά συναισθήματα) καταπίνω, χωνεύω, καταπνίγω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 639 (639-640)
    ἀλλ᾽ αἰεὶ στενάχω καὶ κήδεα μυρία πέσσω, | αὐλῆς ἐν χόρτοισι κυλινδόμενος κατὰ κόπρον.
    αλλά στενάζω πάντοτε, την λύπην δεν χορταίνω | ημέρα νύκτα στης αυλής την λάσπην κυλισμένος·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  5. (για το στομάχι) χωνεύω
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περί αρχαίας ιατρικής, (De prisca medicina), 11, @scaife.perseus
    αἱ δὲ τοιαῦται κοιλίαι πολλῷ τε βραδύτερον πέσσουσι, καὶ πλέονος δέονται ἀναπαύσιός τε καὶ ἡσυχίης.
  6. (για το κρασί) διευκολύνω την πέψη
  7. (στη μέση φωνή) ψήνω, παρασκευάζω
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 160.5
    ἦν δὲ χρόνος οὗτος οὐκ ὀλίγος γενόμενος, ὅτε Χίων οὐδεὶς ἐκ τοῦ Ἀταρνέος τούτου οὔτε οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο θεῶν οὐδενὶ οὔτε πέμματα ἐπέσσετο καρποῦ τοῦ ἐνθεῦτεν,
    Πέρασε πολύς καιρός και στο μεταξύ κανένας Χίος και για κανέναν θεό δεν έπαιρνε να προσφέρει κριθάλευρο από τα χωράφια του Αταρνέα, ούτε και έφτιαχνε λειτουργιές από το στάρι αυτού του τόπου·.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

δείτε και τα παράγωγά τους, όπως περίπεπτος, ἐπίπεμμα, ἔκπεψις, σύμπεψις

Κλίση[επεξεργασία]

Ρηματικοί τύποι:

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πέσσω σελ. 1180-1181 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]