πήχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πήχυς, πῆχυς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πήχης οι πήχες
πήχεις
      γενική του πήχη
πήχεος
των
πήχεων
    αιτιατική τον πήχη τους πήχες
πήχεις
     κλητική πήχη πήχες
πήχεις
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανθρώπινος πήχης
Επικοντίστρια την ώρα που περνάει τον πήχη.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πήχης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πῆχυς (αρχικά, περίπου 0,46 μέτρα) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpi.çis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πή‐χης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πήχης αρσενικό

  1. (ανατομία) το μέρος του άνω άκρου από τον αγκώνα έως τον καρπό
    ταυτόσημα: το αντιβράχιο
  2. (μονάδα μέτρησης) παλαιότερη μονάδα μήκους, διαφορετική από χώρα σε χώρα
    1. εμπορικός πήχης 64 εκατοστά
    2. τεκτονικός πήχης 75 εκατοστά
    3. βασιλικός πήχης 1 μέτρο
  3. μακρόστενο λεπτό κομμάτι ξύλου
  4. (αθλητισμός) το ξύλο που χρησιμοποιείται σαν όριο στο άλμα εις ύψος και στο επί κοντώ

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • πήχυς (κυρίως ως ιατρικός όρος)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • cubit στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια για τη μονάδα μέτρησης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]