πίεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίεση οι πιέσεις
      γενική της πίεσης* των πιέσεων
    αιτιατική την πίεση τις πιέσεις
     κλητική πίεση πιέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πιέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πίεση < αρχαία ελληνική πίεσις < πιέζω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pression)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpi.e.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πίεση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιέζω
  2. (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πιέζω
    1. η προσπάθεια να αναγκάσω κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του
    2. το να φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση
  3. (ιατρική) η δύναμη με την οποία το αίμα πιέζει το τοίχωμα των φλεβών ή αρτηριών εντός των οποίων ρέει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]