πίκολο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πίκολο < (άμεσο δάνειο) ιταλική piccolo (μικρό). Αλλά το 'piccolo' flauto, ονομάζεται ottavino

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpi.ko.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πί‐κο‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ένα πίκολο

πίκολο ουδέτερο άκλιτο και πίκολο φλάουτο ή οταβίνο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]