πίλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πῖλος, πιλός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πίλος οι πίλοι
      γενική του πίλου των πίλων
    αιτιατική τον πίλο τους πίλους
     κλητική πίλε πίλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πίλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πῖλος (στη σημασία: σκούφος από τσόχα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πί‐λος
τονικό παρώνυμο: πηλός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πίλος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]