πίστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πίστα | οι | πίστες |
γενική | της | πίστας | των | πιστών |
αιτιατική | την | πίστα | τις | πίστες |
κλητική | πίστα | πίστες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πίστα < γαλλική piste < ιταλική pista < λατινική pisto < pistum < pinso < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peys-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πίστα θηλυκό
- ένα μέρος ενός ηλεκτρονικού παιχνιδιού
- ο διάδρομος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)