παίγνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παίγνιο | τα | παίγνια |
γενική | του | παιγνίου & παίγνιου |
των | παιγνίων |
αιτιατική | το | παίγνιο | τα | παίγνια |
κλητική | παίγνιο | παίγνια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παίγνιο < παίγνιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παίγνιο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- θεωρία παιγνίων: κλάδος των μαθηματικών που μελετά τις στρατηγικές νίκης σε παιχνίδια ή συστήματα που μπορούν να θεωρηθούν παιχνίδια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παίγνιο
→ δείτε τη λέξη παιχνίδι |
θεωρία παιγνίων