παίζω ξύλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
παίζω ξύλο στην αργκό σημαίνει ότι συμπλέκομαι, έρχομαι στα χέρια, γρονθοκοπώ, παλεύω, δίνω σωματική μάχη με κάποιον ή κάποιους άλλους είτε στα σοβαρά, είτε (στα παιδιά κυρίως) για παιχνίδι