παγετώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παγετώδης < αρχαία ελληνική παγετώδης < παγετός < πάγος < πήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ- (προσκολλώ, συνάπτω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ʝeˈto.ðis/
Επίθετο[επεξεργασία]
παγετώδης, -ης, -ες
- που χαρακτηρίζεται ή συνοδεύεται από παγετό, από πολύ χαμηλές θερμοκρασίες
- Η τελευταία παγετώδης περίοδος έληξε πριν από περίπου 12.000 χρόνια. Από τότε, με την έναρξη του Ολόκαινου, ζούμε σε μια θερμή, μεσοπαγετώδη περίοδο, όπως την ονομάζουν οι επιστήμονες. Αυτή η θερμή – και άκρως ευνοϊκή για την ευημερία μας – ανάπαυλα αναμένεται όμως ότι κάποτε θα τελειώσει. (*)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μεσοπαγετώδης
- → δείτε τις λέξεις παγετός, πάγος και πήγνυμι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)