παγιέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγιέτα οι παγιέτες
      γενική της παγιέτας των παγιετών
    αιτιατική την παγιέτα τις παγιέτες
     κλητική παγιέτα παγιέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγιέτα < γαλλική paillette

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγιέτα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]