παγιοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγιοποιώ < πάγιος + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) consolider)

Ρήμα[επεξεργασία]

παγιοποιώ

  1. δίνω σε κάτι έναν πάγιο χαρακτήρα
    η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πρόκειται να μειώσει και να παγιοποιήσει τους δασμούς που ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 1996 [1]
  2. σταθεροποιώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]