παγιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγιώνω < (ελληνιστική κοινή) παγιόω, -ῶ < πήγνυμι

Ρήμα[επεξεργασία]

παγιώνω, πρτ.: παγίωνα, στ.μέλλ.: θα παγιώσω, αόρ.: παγίωσα, παθ.φωνή: παγιώνομαι, μτχ.π.π.: παγιωμένος

  1. δίνω σε κάτι τον χαρακτήρα του πάγιου, ενεργώ έτσι ώστε ένα πράγμα ή μια κατάσταση να παραμείνουν αμετάβλητα για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
  2. κάνω κάτι πιο ισχυρό, το ισχυροποιώ, του δίνω στέρεες βάσεις για να υπάρχει και στο μέλλον, το εδραιώνω

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]