παγοπωλείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγοπωλείο τα παγοπωλεία
      γενική του παγοπωλείου των παγοπωλείων
    αιτιατική το παγοπωλείο τα παγοπωλεία
     κλητική παγοπωλείο παγοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγοπωλείο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγοπωλείο ουδέτερο

  • κατάστημα στο οποίο πωλείται πάγος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]