παγωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παγωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παγώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
παγωμένος, -η, -ο
- που έχει παγώσει
- που έχει γίνει πάγος επειδή η θερμοκρασία του έπεσε κάτω από τους 0o Κελσίου
- (για ζωντανό οργανισμό) που έχει μειωθεί πολύ η θερμοκρασία του από το κρύο
- (μεταφορικά) που έχει μείνει ακίνητος ή νιώθει ρίγος από φόβο, τρόμο
- (μεταφορικά) που βρίσκεται σε κατάσταση ακινησίας η οποία υποδηλώνει εχθρότητα
- οι σχέσεις των δύο πολιτικών εδώ και μήνες φέρονται να είναι παγωμένες (από ιστοσελίδα)
- που χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, πολύ κρύος
- ο παγωμένος χειμώνας του 19..