παγωτό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγωτό τα παγωτά
      γενική του παγωτού των παγωτών
    αιτιατική το παγωτό τα παγωτά
     κλητική παγωτό παγωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγωτό < πάγ(ος) + -ωτό (ουδέτερο της κατάληξης -ωτός), μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική gelato[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɣoˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐γω‐τό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Παγωτό

παγωτό ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πάγος

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]