παιδοκομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παιδοκομῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιδοκομώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παιδοκομῶ[1] συνηρημένος τύπος του παιδοκομέω. Συγχρονικά αναλύεται σε παιδο- + -κομώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ðo.koˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐δο‐κο‐μώ

Ρήμα[επεξεργασία]

παιδοκομώ, αόρ.: παιδοκόμησα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]