παιδονόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η παιδονόμος οι παιδονόμοι
      γενική του/της παιδονόμου των παιδονόμων
    αιτιατική τον/την παιδονόμο τους/τις παιδονόμους
     κλητική παιδονόμε παιδονόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιδονόμος < αρχαία ελληνική παιδονόμος. Συγχρονικά αναλύεται σε παιδο- + -νόμος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ðoˈno.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐δο‐νό‐μος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παιδονόμος αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο υπεύθυνος για την επιτήρηση των παιδιών σε ένα ίδρυμα
  2. (επάγγελμα) διορισμένος δημόσιος λειτουργός (στα μέσα του 20ου αιώνα) που φρόντιζε για τη σωστή συμπεριφορά των μαθητών και έξω από το σχολικό ίδρυμα σε όλη τη διάρκεια της ημέρας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιδονόμος < παιδο- + -νόμος < παῖς και νέμω (διανέμω καθήκοντα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παιδονόμος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]