παιδόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδόφιλος < παιδό- + -φιλος, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paedophile / pedophile < paedo- αρχαία ελληνική παῖς, παιδ- + -phile < φίλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /peˈðo.fi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δό‐φι‐λος
Επίθετο[επεξεργασία]
παιδόφιλος, -η, -ο
- που έλκεται σεξουαλικά από άτομα παιδικής ηλικίας
- ≋ ταυτόσημα: παιδοφιλικός
- → δείτε και τη λέξη παιδεραστής
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις παιδί και φίλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- παιδόφιλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παιδό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φιλος (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)