παιχνιδάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παιχνιδάκι | τα | παιχνιδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παιχνιδάκι | τα | παιχνιδάκια |
κλητική | παιχνιδάκι | παιχνιδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιχνιδάκι < παιχνίδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παιχνιδάκι ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρό παιχνίδι
- (μεταφορικά) κάτι πανεύκολο, που είναι πάρα πολύ εύκολο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παιχνίδι
→ δείτε τη λέξη παιχνίδι |
κάτι που είναι πάρα πολύ εύκολο
→ δείτε τη λέξη πανεύκολος |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)