παιχνιδάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παιχνιδάκι τα παιχνιδάκια
      γενική
    αιτιατική το παιχνιδάκι τα παιχνιδάκια
     κλητική παιχνιδάκι παιχνιδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παιχνιδάκι < παιχνίδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παιχνιδάκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) μικρό παιχνίδι
  2. (μεταφορικά) κάτι πανεύκολο, που είναι πάρα πολύ εύκολο
     συνώνυμα: ευκολάκι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]