πακεταρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πακεταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πακετάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
πακεταρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πακετάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πακεταρισμένος
|