πακεταρισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πακεταρισμένος η πακεταρισμένη το πακεταρισμένο
      γενική του πακεταρισμένου της πακεταρισμένης του πακεταρισμένου
    αιτιατική τον πακεταρισμένο την πακεταρισμένη το πακεταρισμένο
     κλητική πακεταρισμένε πακεταρισμένη πακεταρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πακεταρισμένοι οι πακεταρισμένες τα πακεταρισμένα
      γενική των πακεταρισμένων των πακεταρισμένων των πακεταρισμένων
    αιτιατική τους πακεταρισμένους τις πακεταρισμένες τα πακεταρισμένα
     κλητική πακεταρισμένοι πακεταρισμένες πακεταρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πακεταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πακετάρω

Μετοχή[επεξεργασία]

πακεταρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]