παλίμψηστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλίμψηστος < ελληνιστική κοινή παλίμψηστος
Επίθετο[επεξεργασία]
παλίμψηστος, -η, -ο
- που έχει αποξεστεί και σβηστεί, για να γραφεί κάποιο άλλο
- (ουσιαστικοποιημένο) παλίμψηστο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παλίμψηστος -ος, -ον
- που έχει σβηστεί και ξαναγραφεί ή ξαναζωγραφιστεί