παλινόρθωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλινόρθωση οι παλινορθώσεις
      γενική της παλινόρθωσης* των παλινορθώσεων
    αιτιατική την παλινόρθωση τις παλινορθώσεις
     κλητική παλινόρθωση παλινορθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παλινορθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλινόρθωση < (καθαρεύουσα) παλινόρθωσις < παλινορθῶ + -σις > -ση < αρχαία ελληνική πάλιν + ὀρθόω / ὀρθῶ < ὀρθός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.liˈnoɾ.θo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐λι‐νόρ‐θω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλινόρθωση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]