παλιόδρομος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλιόδρομος < παλιο- + δρόμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλιόδρομος αρσενικό

  1. δρόμος δύσκολος ή/και σε κακή κατάσταση
    από το χωριό μέχρι την γειτονική πόλη παίρνεις ένα στενό παλιόδρομο, όλο κλειστές στροφές και λακκούβες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]