παλιόδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλιόδρομος αρσενικό
- δρόμος δύσκολος ή/και σε κακή κατάσταση
- από το χωριό μέχρι την γειτονική πόλη παίρνεις ένα στενό παλιόδρομο, όλο κλειστές στροφές και λακκούβες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλιόδρομος