παναμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Παναμάς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παναμάς οι παναμάδες
      γενική του παναμά των παναμάδων
    αιτιατική τον παναμά τους παναμάδες
     κλητική παναμά παναμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Παναμάς με μπορντό κορδέλα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παναμάς < από το ομώνυμο κράτος της κεντρικής Αμερικής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παναμάς αρσενικό

  • είδος ψάθινου καπέλου για τους άνδρες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]