πανουκλιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανουκλιάρης η πανουκλιάρα το πανουκλιάρικο
      γενική του πανουκλιάρη της πανουκλιάρας του πανουκλιάρικου
    αιτιατική τον πανουκλιάρη την πανουκλιάρα το πανουκλιάρικο
     κλητική πανουκλιάρη πανουκλιάρα πανουκλιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανουκλιάρηδες οι πανουκλιάρες τα πανουκλιάρικα
      γενική των πανουκλιάρηδων των πανουκλιάρικων
    αιτιατική τους πανουκλιάρηδες τις πανουκλιάρες τα πανουκλιάρικα
     κλητική πανουκλιάρηδες πανουκλιάρες πανουκλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανουκλιάρης < πανούκλα + -ιάρης

Επίθετο[επεξεργασία]

πανουκλιάρης, -α, -ικο

  • αυτός που νοσεί από πανούκλα
    Κοίταξε τα χλωμά μάγουλα της πανουκλιάρας κόρης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]