πανσπερμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανσπερμία < (λόγιο δάνειο) γαλλική panspermie[1] + -α < αρχαία ελληνική πανσπερμία (αντιδάνειο) < παν- + σπέρμα < σπείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sper-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pan.speɾˈmi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανσπερμία αρσενικό
- (βιολογία) παλαιότερη θεωρία που υποστηρίζει ότι η ζωή στη γη προήλθε από σπέρματα που μεταφέρθηκαν από άλλους πλανήτες
- άλλες μορφές: πανσπερμισμός
- (μεταφορικά) πλήθος διαφορετικής σύστασης ή προέλευσης
- Πήγα στο Λονδίνο και είδα μια πανσπερμία από ανθρώπους: Άγγλοι, Γερμανοί, Άραβες, Γάλλοι και αρκετοί Έλληνες· χαμός γινότανε.
- ≈ συνώνυμα: συνονθύλευμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πανσπερμικός
- πανσπερμιστής
- πανσπερμίστρια
- → δείτε τις λέξεις πας, σπέρμα και σπέρνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στη βιολογία
πλήθος διαφορετικής σύστασης ή προέλευσης
|
- ↑ πανσπερμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)