παντατίφ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παντατίφ < άμεσο δάνειο από τη γαλλική pendentif

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παντατίφ ουδέτερο, άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]