πανταχόθεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
πανταχόθεν
- (λόγιο) από παντού, από όλες τις μεριές
- το νέο νομοσχέδιο βάλλεται πανταχόθεν
Αντώνυμα: ουδαμόθεν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανταχόθεν
|