παντελονάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παντελονάκι | τα | παντελονάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παντελονάκι | τα | παντελονάκια |
κλητική | παντελονάκι | παντελονάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντελονάκι < παντελόνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παντελονάκι ουδέτερο
- παντελόνι μικρού μεγέθους για παιδί
- παντελόνι με κοντά μπατζάκια, σορτς
- η ομάδα εμφανίστηκε στο γήπεδο με άσπρες μπλούζες και γαλάζια παντελονάκια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντελονάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)