παντοδυναμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντοδυναμία < παντοδύναμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παντοδυναμία θηλυκό
- η ιδιότητα του παντοδύναμου, ιδιότητα του Θεού
- η παντοδυναμία του Θεού είναι η τελευταία μας ελπίδα
- η πολύ μεγάλη ισχύς, πολιτική, κοινωνική, στρατιωτική κλπ
- η παντοδυναμία των ΗΠΑ είχε σαν αποτέλεσμα να μην αντιδράσουν άλλα κράτη της περιοχής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντοδυναμία