παπάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παπάκι τα παπάκια
      γενική
    αιτιατική το παπάκι τα παπάκια
     κλητική παπάκι παπάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπάκι < παπ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
παπάκι (2)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈpa.ci/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παπάκι ουδέτερο

  1. η μικρή πάπια
  2. μικρή μοτοσικλέτα (συχνά με κινητήρα 50 κυβικών) που φέρει μπροστινή προστατευτική ποδιά
  3. (προφορικό) το σύμβολο @ στις διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]