παπάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παπάρι τα παπάρια
      γενική του παπαριού των παπαριών
    αιτιατική το παπάρι τα παπάρια
     κλητική παπάρι παπάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπάρι < παπάρ(α) +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παπάρι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) το ανδρικό μόριο
     συνώνυμα: αρχίδι
  2. ενοχλητικό αντικείμενο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]