παπλωματοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παπλωματοθήκη θηλυκό
- υφασμάτινη θήκη στην οποία μέσα βάζουν το πάπλωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παπλωματοθήκη
|