παπουτσάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παπουτσάκι τα παπουτσάκια
      γενική
    αιτιατική το παπουτσάκι τα παπουτσάκια
     κλητική παπουτσάκι παπουτσάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα ζευγάρι κόκκινα παπουτσάκια
πιάτο με παπουτσάκια

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπουτσάκι < παπούτσι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παπουτσάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του παπούτσι
  2. (γαστρονομία) είδος φαγητού με μελιτζάνες ψητές στο φούρνο, γεμιστές με κιμά και καλυμμένες με μπεσαμέλ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]