παρέρχομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρέρχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρέρχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε παρ- + έρχομαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈɾeɾ.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρέρ‐χο‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

παρέρχομαι, απαρ.: παρέλθει, αόρ.: παρήλθα (αποθετικό ρήμα)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρέρχομαι < παρ- + ἔρχομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

παρέρχομαι

ζητούμενο λήμμα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]