παραβγαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραβγαίνω <
  1. παρα- (πολύ, υπερβολικά) + βγαίνω
  2. παρα- (δίπλα) + βγαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

παραβγαίνω

  1. βγαίνω πολύ, κάνω πολλές εξόδους για διασκέδαση
    παραβγήκα τον τελευταίο μήνα και ξεπαραδιάστηκα
  2. συναγωνίζομαι με κάποιον
    ποιος μπορεί να του παραβγεί στα μαθηματικά;

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]