παραβλέπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. παραβλέπω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραβλέπω
  2. παραβλέπω < παρα- + βλέπω[1]

Ρήμα[επεξεργασία]

παραβλέπω, πρτ.: παρέβλεπα, στ.μέλλ.: θα παραβλέψω, αόρ.: παρέβλεψα, παθ.φωνή: παραβλέπομαι, π.αόρ.: παραβλέφθηκα

  • κάνω ότι δεν είδα κάτι λανθασμένο, αγνοώ εκούσια ένα λάθος και δείχνω επιείκεια
    Τα λάθη είναι τόσο σοβαρά, που δεν μπορεί να τα παραβλέψει κανείς

Κλίση[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

παραβλέπω, πρτ.: παραέβλεπα, στ.μέλλ.: θα παραδώ, αόρ.: παραείδα, παθ.φωνή: παραβλέπομαι, π.αόρ.: παραειδώθηκα, μτχ.π.π.: παραϊδωμένος

Κλίση[επεξεργασία]

Ενεργητική φωνή: → λείπει η κλίση

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • βλέπω και παραβλέπω: βλέπω και μάλιστα πολύ καλά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

Αναφορές[επεξεργασία]