παραγνωρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραγνωρίζω < παρα + γνωρίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

παραγνωρίζω

  1. σχηματίζω λανθασμένη αντίληψη για κάτι, δεν αναγνωρίζω την πραγματική του αξία ή σημασία
  2. δεν αναγνωρίζω κάποιον ή κάτι
  3. γνωρίζω πολύ καλά κάποιον και του συμπεριφέρομαι με οικειότητα
  4. εκμεταλλεύομαι οικεία ή φιλική σχέση με άπρεπες φέρσιμο-απρεπή συμπεριφορά

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]