παρακαλούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακαλούμαι, παθητική φωνή του παρακαλώ
Ρήμα[επεξεργασία]
παρακαλούμαι
- → δείτε τη λέξη παρακαλώ
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρακαλούμαι | παρακαλούμουν | θα παρακαλούμαι | να παρακαλούμαι | παρακαλούμενος | |
β' ενικ. | παρακαλείσαι | παρακαλούσουν | θα παρακαλείσαι | να παρακαλείσαι | ||
γ' ενικ. | παρακαλείται | παρακαλούνταν | θα παρακαλείται | να παρακαλείται | ||
α' πληθ. | παρακαλούμαστε | παρακαλούμασταν παρακαλούμαστε |
θα παρακαλούμαστε | να παρακαλούμαστε | ||
β' πληθ. | παρακαλείστε | παρακαλούσασταν παρακαλούσαστε |
θα παρακαλείστε | να παρακαλείστε | παρακαλείστε | |
γ' πληθ. | παρακαλούνται | παρακαλούνταν | θα παρακαλούνται | να παρακαλούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρακλήθηκα | θα παρακληθώ | να παρακληθώ | παρακληθεί | ||
β' ενικ. | παρακλήθηκες | θα παρακληθείς | να παρακληθείς | |||
γ' ενικ. | παρακλήθηκε | θα παρακληθεί | να παρακληθεί | |||
α' πληθ. | παρακληθήκαμε | θα παρακληθούμε | να παρακληθούμε | |||
β' πληθ. | παρακληθήκατε | θα παρακληθείτε | να παρακληθείτε | παρακληθείτε | ||
γ' πληθ. | παρακλήθηκαν παρακληθήκαν(ε) |
θα παρακληθούν(ε) | να παρακληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παρακληθεί | είχα παρακληθεί | θα έχω παρακληθεί | να έχω παρακληθεί | ||
β' ενικ. | έχεις παρακληθεί | είχες παρακληθεί | θα έχεις παρακληθεί | να έχεις παρακληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει παρακληθεί | είχε παρακληθεί | θα έχει παρακληθεί | να έχει παρακληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παρακληθεί | είχαμε παρακληθεί | θα έχουμε παρακληθεί | να έχουμε παρακληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε παρακληθεί | είχατε παρακληθεί | θα έχετε παρακληθεί | να έχετε παρακληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παρακληθεί | είχαν παρακληθεί | θα έχουν παρακληθεί | να έχουν παρακληθεί |