παρακατιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παρακατιανός, -ή, -ό
- που ανήκει σε κατώτερη κοινωνική τάξη
- κατώτερης ποιότητας, αμφισβητούμενης αξίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρακατιανά
- → δείτε τις λέξεις παρακάτω, παρά και κάτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρακατιανός αρσενικό (θηλυκό παρακατιανή)
- κάποιος που ανήκει σε κατώτερη κοινωνική τάξη
- κάποιος που είναι κατώτερης ποιότητας ή αμφισβητούμενης αξίας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακατιανός
- ↑ παρακατιανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας