παρακλάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παρακλάδι | τα | παρακλάδια |
γενική | του | παρακλαδιού | των | παρακλαδιών |
αιτιατική | το | παρακλάδι | τα | παρακλάδια |
κλητική | παρακλάδι | παρακλάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακλάδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρακλάδι ουδέτερο
- ένα μικρότερο κλαδί σε ένα δέντρο, που είναι ενωμένο με ένα μεγαλύτερο
- μια υποενότητα πάνω σ' ένα θέμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακλάδι