παραλληλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραλληλίζω < παράλληλος + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική paralléliser)

Ρήμα[επεξεργασία]

παραλληλίζω

  1. κάνω κάτι παράλληλο με κάτι άλλο
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]