παραμάσχαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραμάσχαλα
- στη μασχάλη, στο χώρο που βρίσκεται κάτω από τη μασχάλη
- (κατ’ επέκταση) κοντά
- μαζί
- ※ ...πήγαν στο αμπέλι με τα κοφίνια παραμάσχαλα να τρυγήσουν σταφύλια...
- * εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Παιδείας ανάγνωσμα, 3/7/2013
- ※ ...πήγαν στο αμπέλι με τα κοφίνια παραμάσχαλα να τρυγήσουν σταφύλια...
- συνέχεια μαζί
- ※ Συνήθως η μοναδική συντροφιά του είναι το νέφος, η κίνηση και οι τουρίστες με τις φωτογραφικές μηχανές παραμάσχαλα.
- * εφημερίδα Το Βήμα, Λαός χωρίς φωνή, η δικαίωση των δικτατόρων, 22/07/2010
- ※ Συνήθως η μοναδική συντροφιά του είναι το νέφος, η κίνηση και οι τουρίστες με τις φωτογραφικές μηχανές παραμάσχαλα.
- μαζί
- (μεταφορικά) υπό την σκέπη, υπό την προστασία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραμάσχαλα
|